- φιλοπατρία
- η любовь к родине, патриотизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλοπατρία — η, ΝΜΑ [φιλόπατρις] η αγάπη προς την πατρίδα, πατριωτισμός … Dictionary of Greek
φιλοπατρία — η η αγάπη για την πατρίδα, ο πατριωτισμός, το εθνικό αίσθημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοπατρίαν — φιλοπατρίᾱν , φιλοπατρία love of one s country fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Zeitungen u. Zeitschriften — Zeitungen u. Zeitschriften, literarische Erzeugnisse, welche an bestimmten Orten u. zu bestimmten Zeiten erscheinend, Nachrichten über Gegenstände bringen od. Fragen erörtern, welche gerade nur für die Zeit Interesse haben. Während das Wort… … Pierer's Universal-Lexikon
πατριδολατρία — η [πατριδολάτρης] η λατρεία προς την πατρίδα, η μεγάλη φιλοπατρία … Dictionary of Greek
πατριωτισμός — ο η αγάπη προς την πατρίδα, η φιλοπατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατριώτης + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Ρήγα Βελεστινλή] … Dictionary of Greek
φιλόπατρις — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Αθηναϊκή εφημερίδα (1851 62). 2. Κερκυραϊκή εφημερίδα (1883 84). * * * ι, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την πατρίδα του, πατριώτης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπατρι η φιλοπατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πατρις (< πατρίς … Dictionary of Greek
ψευτοπατριώτης — ο, θηλ. ψευτοπατριώτισσα, Ν άτομο που επιδεικνύει υπερβολική φιλοπατρία, που προσποιείται πως αγαπάει πολύ την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + πατριώτης] … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Σκουζές — Επώνυμο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, η οποία αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα των αρχών του Που αι. Σπουδαιότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Νικόλαος (1640 1710). Έδρασε στους μεταξύ Τούρκων και Βενετών αγώνες, μαζί με τον Άργυρο Βεναλδή.… … Dictionary of Greek
Σουμαρόκοφ, Αλέξιος Πέτροβιτς — Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (1718 1777). Υπήρξε ο ιδρυτής του ψευδοκλασικού ρωσικού θεάτρου. Με το πρώτο έργο του Χορέβ (1747) άρχισε να αποκτά οντότητα και το ρωσικό θέατρο. Οι πολυάριθμες τραγωδίες του είναι ωστόσο ατελείς μιμήσεις… … Dictionary of Greek